μεταγραμματίζω

μεταγραμματίζω
μετ. переставлять буквы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μεταγραμματίζω" в других словарях:

  • μεταγραμματίζω — (ΑM μεταγραμματίζω) μεταβάλλω τη θέση τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης, αναγραμματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γράμμα] …   Dictionary of Greek

  • μεταγραμματίζω — αλλάζω τη θέση των γραμμάτων μιας λέξης: Ο διορθωτής μεταγραμμάτισε πολλές λέξεις του άρθρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταγραμματιζόμενον — μεταγραμματίζω transpose the letters of a word pres part mp masc acc sg μεταγραμματίζω transpose the letters of a word pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραμματισμός — ο (ΑM μεταγραμματισμός) [μεταγραμματίζω] η μετάθεση γραμμάτων, ο σχηματισμός νέας λέξης ή φράσης με μετάθεση τών γραμμάτων μιας άλλης λέξης ή φράσης, αναγραμματισμός αρχ. η μεταβολή τών γραμμάτων από την παλαιά γραφή στη μεταγενέστερη, η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»